ὑεύς

ὑεύς
υἱός
huihus
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Υεύς — ο, Α βλ. Ὕης …   Dictionary of Greek

  • Ύης — και Ὑεύς και Ὕας και Ὑῆς, ὁ, Α προσωνυμία τού Διός και τού Διονύσου ως θεών τής υγρασίας η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση τής γονιμότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχετίζεται πιθ. με το ρ. ὔω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”